Ἔφορος

Ἔφορος
Ἔφορος
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἔφορος — overseer masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έφορος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ιστοριογράφος (Κύμη Αιολίδας 405 – 330 π.Χ.). Γιος του Δημόφιλου και μαθητής του Ισοκράτη. Ταξίδεψε σε πολλές χώρες και είχε πρώτος την ιδέα να συγγράψει παγκόσμια ιστορία. Το έργο του, με τον τίτλο Ιστορίαι, σε 30… …   Dictionary of Greek

  • έφορος — ο 1. ο καθένας από τους πέντε ανώτατους άρχοντες της αρχαίας Σπάρτης. 2. δημόσιος υπάλληλος, προϊστάμενος της εφορίας: Οικονομικός έφορος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ефор — (Έφορος) θзвестный греческий историк; родом из Эолийской Кумы. Жил приблизительно в 405 330 гг. до Р. Х. и был учеником Исократа, который направил Е. на исторические исследования. Его исторический труд в 30 кн. был первой попыткой всеобщей… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Ефор — (Έφορος) θзвестный греческий историк; родом из Эолийской Кумы. Жил приблизительно в 405 330 гг. до Р. Х. и был учеником Исократа, который направил Е. на исторические исследования. Его исторический труд в 30 кн. был первой попыткой всеобщей… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Ἐφόροις — Ἔφορος masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐφόροις — ἔφορος overseer masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἐφόρου — Ἔφορος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐφόρου — ἔφορος overseer masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἐφόρους — Ἔφορος masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”